- ἐχεθύμως
- ἐχεθύ̱μως , ἐχέθυμοςa master of one's passionsadverbialἐχεθύ̱μως , ἐχέθυμοςa master of one's passionsmasc/fem acc pl (doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εχέθυμος — ἐχέθυμος, ον (Α) αυτός που υποτάσσει τις επιθυμίες και τα πάθη του, ο εγκρατής, ο σώφρων, ο κύριος τού εαυτού του. επίρρ... ἐχεθύμως (Α) κατά σώφρονα τρόπο, με σύνεση. [ΕΤΥΜΟΛ. < εχε * (< έχω I) + θυμός «νους»] … Dictionary of Greek